Καλοήθεις κύστεις

    Tα καλοήθη κυστικα μορφώματα που εντοπίζονται στις ωοθήκες μπορούν να διαχωριστουν σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν οι κύστεις που προκύπτουν από κάποια ανωμαλία στον μηχανισμό ωορρηξίας και καλούνται λειτουργικές κύστεις (ωοθυλακικές-ωχρινικές). Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μορφώματα που προκύπτουν μετά από εγκόλπωση μέσα στον ιστό της ωοθήκης και καλούνται οργανικές κύστεις (κυσταδένωματα, ενδομητριωσικές κύστεις, δερμοειδείς κύστεις, -όγκοι ωοθηκών κ.α

Λειτουργικές κύστεις

  •  Ωοθυλακικές κυστεις: σχετίζονται με υπερπαραγωγή οιστρογόνων και υποδηλώνουν μη επιτυχή ωορρηξία
  •  Ωχρινικές κύστεις: σχετίζονται με υπερπαραγωγή προγεστερόνης και υποδηλώνουν αδυναμία απορρόφησης του ωχρού σωματίου.   

Και στις δύο περιπτώσεις τα υπερηχογραφικά ευρήματα είναι παραπλήσια καθώς δεν εμφανίζουν συμπαγή-υπερηχογενή στοιχεία εντός αυτών ενώ κλινικά συνοδεύονται από διαταραχές εμμήνου ρύσεως, κοιλιακό άλγος, αίσθημα κατακράτησης υγρών και ορισμένες φορές πόνο κατά τις επαφές. Συνήθως υποστρέφουν αυτόματα μετα συνήθως από 30 ημέρες και σπάνια απαιτούν φαρμακευτική αγωγή. Χειρουργική παρέμβαση γίνεται μόνο σε περιπτώσεις συστροφής ωοθηκής με έντονο πυελικό  άλγος  ή σε ανεύρεση μεγάλης ποσότητας αίματος στην πύελο απότοκο της αυτόματης ρήξης μιας ευμεγέθους κύστης.

Οργανικές κύστεις

     Πρόκειται για μορφώματα που προκύπτουν μετά από εγκόλπωση μέσα στον ιστό της ωοθήκης με συνηθέστερους εκπροσώπους τα κυσταδένωματα τις ενδομητριωσικές κύστεις και τις δερμοειδείς κύστεις. Τα υπερηχογραφικά ευρήματα είναι πιο χαρακτηριστικα και αυτό οφείλεται στις διαφορές που υπάρχουν στο μέγεθος την υφή και την ιστολογική προέλευση των εν λόγω μορφωμάτων. Στη διάκρισή τους εκτός από το υπερηχογράφημα συμβάλλει και η χρήση καρκινικών δεικτών (Ca 125) ενώ η θεραπεία τους είναι κατά κανόνα η χειρουργική εξαίρεση συνήθως λαπαροσκοπικά.

Κακοήθεις κύστεις

    Ο καρκίνος των  ωοθήκών αποτελεί τη δεύτερη γυναικολογική νόσο μετά τον καρκίνο της μήτρας με πάνω από 25.000 νέα περισυατικά στι Η.Π.Α κάθε χρόνο. Περιγράφονται πάνω από 30 διαφορετικό τύποι καρκίνου των ωοθηκών και συνοπτικά ανάλογα με την ιστολογική τους προέλευση τους διακρίνουμε σε:

  1. Επιθηλιακούς: αφορούν το 90% περίπου των εντοπισμένων καρκίνων της ωοθήκης και ο κίνδυνος εμφάνισής τους αυξάνει με την ηλικία, ιδιαίτερα μετά τα πενήντα έτη.
  2. Καρκίνος εκ Βλαστικών κυττάρων:  οι ογκοι των βλαστικών κυττάρων  αφορούν περίπου το 5% όλων των καρκίνων της ωοθήκης και προέρχονται από τα κύτταρα παραγωγής ωαρίων τα οπία εντοπίζονται στο εσωτερικό της ωοθήκης.  Εντοπίζεται συχνότερα σε νέες γυναίκες κάτω των τριάντα ετών μπορεί να εμφανιστεί όμως και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
  3. Όγκοι συνδετικού ιστού: Οι ογκοι του συνδετικού ιστού αφορούν επίσης περίπου 5% όλων των καρκίνων της ωοθήκης και αναπτύσσονται εντός του ωοθηκικού ιστού που ευθύνεται για την παραγωγή οιστρογόνων-προγεστερόνη. Εμφανίζονται σχετικά σπάνια και είανι λιγότερο επιθετικοί από τους υπόλοιπους καρκίνους των ωοθηκών.

Συμπτώματα καρκίνου ωοθηκών

    Δυστυχώς οι ασθενείς με καρκίνο της ωοθήκης συχνά δεν παρουσιάζουν χαρακτηριστικά συμπτώματα στα αρχικά στάδια της νόσου. Θορυβώδης συμπτωματολογία εντοπίζεται σε τελικά στάδια της νόσου με χαρακτηριστικότερα Κοιλιακό πρήξιμο και/ή πόνος, αίσθηση φουσκώματος ακαθόριστες, και επίμονες γαστρεντερικές ενοχλήσεις όπως αέρια, ναυτία αισθημα δυσπεψίας αδικαιολόγητα και επιτακτική συνουρία, διαταραχές συνηθειών αφόδευσης, αδικαιολόγητη απώλεια βάρους

Παράγοντες κινδύνου

    Τα ακριβή αίτια για τις περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου των ωοθηκών είναι άγνωστα και μόνο 5%-10% των καρκίνων της ωοθήκης είναι κληρονομικοί. Γυναίκες με συγγενείς πρώτου βαθμού ( μητέρα, αδελφή, θυγατέρα) με καρκίνο ωοθήκης ή μαστού, με Οικογενειακό ιστορικό  καρκίνου εντέρου, με μετάλλαξη στα γονίδια BRCA 1 ή BRCA 2 (γνωστό ως γονίδιο καρκινικής ευπάθειας μαστού-ωοθήκης), έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου χωρίς αυτό να συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι θα αποκτήσουν οπωσδήποτε τη νόσο

Διάγνωση καρκίνου ωοθηκών

    Η διάγνωση για τον καρκίνο των ωοθηκών περιλαμβάνει Γυναικολογική εξέταση, Διακολπικό υπέρηχο ( ίσως η εξέταση με την μεγαλύτερη σημασία), εξέταση αίματος για ύπαρξη καρκινικών δεικτων (Ca125, Ca 19.9, Ca15.3, CEA, AFP), Αξονική κοιλίας. Η σταδιοποίηση της νόσου γίνεται χειρουργικά (ερευνητική Λαπαροτομία).

Θεραπεία

    Η χειρουργική αφαίρεση παίζει καθοριστικό ρόλο ιδίως εάν υπαρχει δυνατότητα εξαίρεσης όλων των εμφανών εστιών νόσου από την περιτοναϊκή κοιλότητα . Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την χειρουργική θεραπεία ενώ ακτινοθεραπείες, βιολογική θεραπεία και γονιδιακή θεραπεία κερδίζουν έδαφος ανάλογα με τις ενδείξεις